- χαμσίνι
- και χαμψίνι, το, Ν(στην Αίγυπτο) ορμητικός, ξηρός και θερμός άνεμος που πνέει από την περιοχή τής ερήμου προς τη βόρεια Αίγυπτο.[ΕΤΥΜΟΛ. < αραβ. khamsīn. Ο λόγιος τ. χαμψίνιον μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Εστία].
Dictionary of Greek. 2013.